Aπό βραδύς είχαν φτάσει τα μαντάτα στη Βέροια. Όπου να ΄ναι μπαίνει ο ελληνικός στρατός στην πόλη ελευθερωτής και νικηφόρος. ΄Έλληνες και Τούρκοι σε μεγάλη αναστάτωση, διλήμματα, φόβος και προσμονή. Τούρκοι φορτώνουν την πραμάτεια τους και προσπαθούν να φύγουν. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός γεμίζει από απελπισμένους ανθρώπους που αφήνουν τα σπίτια όπου γεννήθηκαν και παίρνουν τους δρόμους της φυγής. Βεργιωτάδες φίλοι τους προσπαθούν να τους πείσουν ότι δεν κινδυνεύουν, πως δεν πρέπει να φύγουν. Τόσα χρόνια έζησαν μαζί, κι αν δημιουργούνταν εντάσεις δεν έφταιγε ο λαός. Αυτοί που ήταν ψηλά, που διοικούσαν, που αποφάσιζαν, που εφάρμοζαν, έφταιγαν.
Και τώρα το άπιαστο όνειρο για λευτεριά γίνεται σκληρή πραγματικότητα. Πρέπει να το αντιμετωπίσουν. Και το έκαναν. Ο καθένας με τον τρόπο του και για τους δικούς του λόγους.
Έλληνες και Τούρκοι Προύχοντες με τη συμμετοχή του Μητροπολίτη Καλλίνικου και του Τούρκου Δημάρχου Αλή Χαλίλ Βέη πραγματοποιούν σύσκεψη στη Μητρόπολη και αποφασίζουν να αλληλοπροστατευτούν. Να μην αλλάξει η πόλη, να μη γίνουν βανδαλισμοί και σφαγές, παρά μόνο να νιώσουν τον αέρα της λευτεριάς και να βοηθηθούν μεταξύ τους, όπως έμαθαν να κάνουν απ΄ τη μέρα που γεννήθηκαν. Όχι ότι δεν υπήρχαν ακραίες συμπεριφορές από την πλευρά των κατακτητών. Ήταν όμως περιορισμένες. Μόνο μετά την ατυχή κατάληξη της επανάστασης του 1878 είχαν χειροτερέψει τα πράγματα. Είχαν αγριέψει. Γι αυτό η ανάγκη για λευτεριά ήταν ακόμα πιο μεγάλη, όπως και οι ελπίδες που ποτέ δεν έσβησαν μα κρυφόκαιγαν και περνούσαν από γενιά σε γενιά στο μυαλό και την καρδιά τους. Έπρεπε όμως οι απλοί άνθρωποι να προστατέψουν τους φίλους και γείτονες. Οι δε προύχοντες την περιουσία τους και τα οφίτσιά τους.
Έτσι η πόλη το αξέχαστο μεσημέρι της Τρίτης 16 Οκτωβρίου παραδίδεται αναίμακτα και κατόπιν συμφωνίας στα χέρια των Ελλήνων.
Έλληνες και Τούρκοι Προύχοντες με τη συμμετοχή του Μητροπολίτη Καλλίνικου και του Τούρκου Δημάρχου Αλή Χαλίλ Βέη πραγματοποιούν σύσκεψη στη Μητρόπολη και αποφασίζουν να αλληλοπροστατευτούν. Να μην αλλάξει η πόλη, να μη γίνουν βανδαλισμοί και σφαγές, παρά μόνο να νιώσουν τον αέρα της λευτεριάς και να βοηθηθούν μεταξύ τους, όπως έμαθαν να κάνουν απ΄ τη μέρα που γεννήθηκαν. Όχι ότι δεν υπήρχαν ακραίες συμπεριφορές από την πλευρά των κατακτητών. Ήταν όμως περιορισμένες. Μόνο μετά την ατυχή κατάληξη της επανάστασης του 1878 είχαν χειροτερέψει τα πράγματα. Είχαν αγριέψει. Γι αυτό η ανάγκη για λευτεριά ήταν ακόμα πιο μεγάλη, όπως και οι ελπίδες που ποτέ δεν έσβησαν μα κρυφόκαιγαν και περνούσαν από γενιά σε γενιά στο μυαλό και την καρδιά τους. Έπρεπε όμως οι απλοί άνθρωποι να προστατέψουν τους φίλους και γείτονες. Οι δε προύχοντες την περιουσία τους και τα οφίτσιά τους.
Έτσι η πόλη το αξέχαστο μεσημέρι της Τρίτης 16 Οκτωβρίου παραδίδεται αναίμακτα και κατόπιν συμφωνίας στα χέρια των Ελλήνων.
ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ
Επτά ελληνικές μεραρχίες με περίπου 100.000 άντρες και αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο, ξεχύθηκαν στη Μακεδονία. Την 5η Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του, με την κατάληψη των τουρκικών συνοριακών φυλακίων, αντιμετωπίζοντας συνολικά μικρή αντίσταση.
Τα νέα διαδίδονται με ενθουσιασμό. Ο λαός ανυπομονεί και περιμένει ώρα την ώρα την απελευθέρωση. Ονειρεύονται την Ελληνική σημαία να κυματίζει στα σπίτια τους, περιμένουν και αισιοδοξούν
Η προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίζεται, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τα υψώματα της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και να αμυνθούν στα στενά του Σαρανταπόρου.
Μετά από διήμερη μάχη στις 9 και 10 Οκτωβρίου και παρά τις πολλές απώλειες (182 νεκροί, περίπου 1.000 τραυματίες), ο ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το Σαραντάπορο, αναγκάζοντας τους εχθρούς σε οπισθοχώρηση και άτακτη φυγή. Η πρώτη σημαντική ελληνική νίκη είχε επιτευχθεί και ήταν ορόσημο, γιατί άνοιγε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν και οι Έλληνες να προελαύνουν: Κατερίνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη.
Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει με το στρατό του βόρεια προς το Μοναστήρι, το οποίο έπρεπε κατά την άποψή του να καταλάβει για λόγους στρατηγικής. Την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι συνέχιζαν την προέλασή τους προς τη Θεσσαλονίκη δείχνοντας πόσο τους ενδιέφερε η κατάκτησή της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει την πιο σημαντική πόλη της Μακεδονίας, διέταξε τον Κωνσταντίνο να αλλάξει πορεία και να προλάβει τους Βούλγαρους. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να μπει πρώτος στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κατευθύνεται ανατολικά.
Τα νέα διαδίδονται με ενθουσιασμό. Ο λαός ανυπομονεί και περιμένει ώρα την ώρα την απελευθέρωση. Ονειρεύονται την Ελληνική σημαία να κυματίζει στα σπίτια τους, περιμένουν και αισιοδοξούν
Η προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίζεται, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τα υψώματα της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και να αμυνθούν στα στενά του Σαρανταπόρου.
Μετά από διήμερη μάχη στις 9 και 10 Οκτωβρίου και παρά τις πολλές απώλειες (182 νεκροί, περίπου 1.000 τραυματίες), ο ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το Σαραντάπορο, αναγκάζοντας τους εχθρούς σε οπισθοχώρηση και άτακτη φυγή. Η πρώτη σημαντική ελληνική νίκη είχε επιτευχθεί και ήταν ορόσημο, γιατί άνοιγε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν και οι Έλληνες να προελαύνουν: Κατερίνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη.
Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει με το στρατό του βόρεια προς το Μοναστήρι, το οποίο έπρεπε κατά την άποψή του να καταλάβει για λόγους στρατηγικής. Την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι συνέχιζαν την προέλασή τους προς τη Θεσσαλονίκη δείχνοντας πόσο τους ενδιέφερε η κατάκτησή της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει την πιο σημαντική πόλη της Μακεδονίας, διέταξε τον Κωνσταντίνο να αλλάξει πορεία και να προλάβει τους Βούλγαρους. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να μπει πρώτος στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κατευθύνεται ανατολικά.
ΑΝΕΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΗΣ ΠΟΛΗ
Την Τρίτη 16 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει στα υψώματα της Καστανιάς και στρατοπέδευσε εκεί, περιμένοντας πως και πως τη διαταγή να μπει στην πόλη.
Όπως περιγράφει ο Στράτος Κτεναβέας (στο βιβλίο του «Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, μακεδονική εκστρατεία, Αθήναι, α.ε.ε., σελ 70-83). Σ.Σ αναδημοσίευση από το περιοδικό «Νιάουστα»1986 τόμος Ε, τεύχη 35-36 από την ομιλία του Ιστορικού Γ.Χ. Χιονίδη στην Εληά με τη φροντίδα του Ροταριανού Ομίλου και τίτλο «Η απελευθέρωση της Βέροιας και της Νάουσας σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων» σελ 56-60 και 108-117 αντίστοιχα)
«Οι άνδρες της Μεραρχίας μας εις τους καταυλισμούς των επεδίδοντο εις την καθαριότητα και την περιποίησήν των. Τα μαγειρεία διετάχθηκαν να παρασκευάσουν φαγητόν, εξαιρετικόν πλέον, αγελάδα στιφάδο, το οποίον είναι το εκλεκτότερον φαγί του στρατού».
Σε άλλο σημείο περιγράφει την είσοδο του στρατού στην πόλη γράφοντας «Το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου η Μεραρχία ευρίσκεται κατηυλισμένη έξω της πόλεως Βέροιας. Το ένα μετά το άλλο τα συντάγματα, συγκεντρούμενα, καταυλίζονται εις ορισθέν δι΄ έκαστον σημείον Το 8ον, κατελθόν πρώτον εις την πόλιν, εισέρχεται εις αυτήν. Το τρίτον τάγμα του συντάγματος αυτού προηγείται, ο ενδέκατος δε λόχος του Χρυσομάλλη, αναλαμβάνει την φρούρησιν της πόλεως. Πρώτος, προηγούμενος, εισήλθε ο 9ος λόχος του Λυμπεροπούλου. Ριφθείς κατ΄ευθείαν από τα άνωθεν προ της πόλεως υψώματα, ευρέθη εντός αυτής, προς την Τουρκικήν συνοικίαν.
Εις την είσοδον της πόλεως, προ του ωρολογίου, το οποίον υψούται επό βάσεων αρχαίων τειχών, εις ύψος προφανώς υπέρ τα 20 μέτρα, έχουν συγκεντρωθεί Τούρκοι πρόκριτοι με τους χοντζάδες τους. Μας χαιρετούν, πλησιάζοντες τον λοχαγόν, εις τον οποίον προσπαθούν, δια των παρευρεθέντων χριστιανών, να εξηγήσουν ότι εδήλωσαν υποταγήν και είναι σύμφωνοι με τους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως. Ένας τουρκομαθής στρατιώτης μας, συνεννοείται με τους Τούρκους, οι οποίοι, με εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού, μας υποδέχονται.
Μετ΄ολίγον δε, όταν εισήλθεν ο Μέραρχος με το Επιτελείον του, ωδήγησαν αυτόν οι πρόκριτοι εις το Διοικητήριον. Διερμηνεύοντος του Μητροπολίτου ηυχαρίστησεν ο Μέραρχος τους μπέηδες και τους εβεβαίωσεν ότι πλήρης ασφάλεια θα επικρατήση, παν δε παράπτωμα, και το ελάχιστον, να το καταγγέλουν και ας είναι βέβαιοι ότι η τιμωρία θα είναι αυστηρά.
Αι χανούμισσαι, κατά την συγκέντρωσιν εις την αρχήν της πόλεως των στρατιωτών μας, δειλά, με πάσαν προφύλαξιν, κυττούν από τα δικτυωτά παράθυρα τους απίστους, οι οποίοι με τον θόρυβόν τους τας απέσπασαν από τα θέλγητρα της ησυχίας των. Μόλις αντιλαμβάνονται τους απίστους να προσέχουν, αποσύρονται, αποκρύπτονται.
Ανησυχούν τα τουρκικά ουρί προφανώς περί της τύχης των. Αλλά ταχέως επείσθησαν περί της ασφαλείας των.
Οι στρατιώται είναι ανυπόμονοι να μάθουν αν θα βρουν φαγί (?) Μόνον νερό δεν εζητούσαν οι στρατιώται, διότι είχον πλέον χορτάσει εις τα πέριξ της πόλεως. Έτρεχαν πλούσια νερά από όλας τας διευθύνσεις (?) Τα άφθονα και γευστικά νερά αυτά επότιζον και εγονιμοποίουν το έδαφος της πόλεως, η οποία περιεκλείετο από πλουσίαν φυτείαν»
Στη συνέχεια περιγράφει την πείνα των στρατιωτών και την αγωνία, αν τα τρόφιμα και άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη και πωλούνταν στα μαγαζιά της Βέροιας, θα έφταναν για όλους, καθώς «είχαν δε και την ημέραν αυτήν, τοσαύτην πείναν, ώστε πολλοί έπεφταν στο δρόμο εξ αδυναμίας να βαδίσουν. Οι περισσότεροι επρόφθασαν και έκαναν γενναίας προμηθείας, εις τροφάς και ποτά. Ψωμί δε και άλλα τρόφιμα επρομήθευον και τα σπίτια τα χριστιανικά, αλλά και τα εβραϊκά και τα τουρκικά, μη δεχόμενα πληρωμήν».
Συνθέτοντας τις περιγραφές των τεσσάρων αυτοπτών μαρτύρων ( Θόδωρος Πάγκαλος, Στράτος Κτεναβέας, Σπύρος Μελάς και Κωνσταντίνος Λιναρδάτος), αναφέρει ο Γ.Χ. Χιονίδης στην ομιλία του « όταν λοιπόν μπήκε στην πόλη ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, ο ανήσυχος και ζωντανός ίλαρχος Μάνος, που το ίδιο έκαμε και σε άλλες πόλεις, όλος ο λαός τον υποδέχτηκε, ενώ πολλοί Βεροιώτες είχαν βγει προς τις δυτικές εισόδους της πόλεως για να προϋπαντήσουν τους απελευθερωτές. Οι
Έλληνες, βέβαια, παραληρούσαν από χαρά, πετούσαν τα φέσια τους και έκλαιγαν, ψάλλοντας ή αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη»!!, όμως δεν υστερούσαν, με δηλώσεις υποταγής, και οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, ιδιαίτερα οι προύχοντες (μπέηδες) και ο εβραϊκός πληθυσμός, άσχετα ποια ήσαν τα αληθινά συναισθήματά τους, που τα φώλιαζαν κρυφά στις καρδιές τους».
Όπως περιγράφει ο Στράτος Κτεναβέας (στο βιβλίο του «Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, μακεδονική εκστρατεία, Αθήναι, α.ε.ε., σελ 70-83). Σ.Σ αναδημοσίευση από το περιοδικό «Νιάουστα»1986 τόμος Ε, τεύχη 35-36 από την ομιλία του Ιστορικού Γ.Χ. Χιονίδη στην Εληά με τη φροντίδα του Ροταριανού Ομίλου και τίτλο «Η απελευθέρωση της Βέροιας και της Νάουσας σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων» σελ 56-60 και 108-117 αντίστοιχα)
«Οι άνδρες της Μεραρχίας μας εις τους καταυλισμούς των επεδίδοντο εις την καθαριότητα και την περιποίησήν των. Τα μαγειρεία διετάχθηκαν να παρασκευάσουν φαγητόν, εξαιρετικόν πλέον, αγελάδα στιφάδο, το οποίον είναι το εκλεκτότερον φαγί του στρατού».
Σε άλλο σημείο περιγράφει την είσοδο του στρατού στην πόλη γράφοντας «Το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου η Μεραρχία ευρίσκεται κατηυλισμένη έξω της πόλεως Βέροιας. Το ένα μετά το άλλο τα συντάγματα, συγκεντρούμενα, καταυλίζονται εις ορισθέν δι΄ έκαστον σημείον Το 8ον, κατελθόν πρώτον εις την πόλιν, εισέρχεται εις αυτήν. Το τρίτον τάγμα του συντάγματος αυτού προηγείται, ο ενδέκατος δε λόχος του Χρυσομάλλη, αναλαμβάνει την φρούρησιν της πόλεως. Πρώτος, προηγούμενος, εισήλθε ο 9ος λόχος του Λυμπεροπούλου. Ριφθείς κατ΄ευθείαν από τα άνωθεν προ της πόλεως υψώματα, ευρέθη εντός αυτής, προς την Τουρκικήν συνοικίαν.
Εις την είσοδον της πόλεως, προ του ωρολογίου, το οποίον υψούται επό βάσεων αρχαίων τειχών, εις ύψος προφανώς υπέρ τα 20 μέτρα, έχουν συγκεντρωθεί Τούρκοι πρόκριτοι με τους χοντζάδες τους. Μας χαιρετούν, πλησιάζοντες τον λοχαγόν, εις τον οποίον προσπαθούν, δια των παρευρεθέντων χριστιανών, να εξηγήσουν ότι εδήλωσαν υποταγήν και είναι σύμφωνοι με τους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως. Ένας τουρκομαθής στρατιώτης μας, συνεννοείται με τους Τούρκους, οι οποίοι, με εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού, μας υποδέχονται.
Μετ΄ολίγον δε, όταν εισήλθεν ο Μέραρχος με το Επιτελείον του, ωδήγησαν αυτόν οι πρόκριτοι εις το Διοικητήριον. Διερμηνεύοντος του Μητροπολίτου ηυχαρίστησεν ο Μέραρχος τους μπέηδες και τους εβεβαίωσεν ότι πλήρης ασφάλεια θα επικρατήση, παν δε παράπτωμα, και το ελάχιστον, να το καταγγέλουν και ας είναι βέβαιοι ότι η τιμωρία θα είναι αυστηρά.
Αι χανούμισσαι, κατά την συγκέντρωσιν εις την αρχήν της πόλεως των στρατιωτών μας, δειλά, με πάσαν προφύλαξιν, κυττούν από τα δικτυωτά παράθυρα τους απίστους, οι οποίοι με τον θόρυβόν τους τας απέσπασαν από τα θέλγητρα της ησυχίας των. Μόλις αντιλαμβάνονται τους απίστους να προσέχουν, αποσύρονται, αποκρύπτονται.
Ανησυχούν τα τουρκικά ουρί προφανώς περί της τύχης των. Αλλά ταχέως επείσθησαν περί της ασφαλείας των.
Οι στρατιώται είναι ανυπόμονοι να μάθουν αν θα βρουν φαγί (?) Μόνον νερό δεν εζητούσαν οι στρατιώται, διότι είχον πλέον χορτάσει εις τα πέριξ της πόλεως. Έτρεχαν πλούσια νερά από όλας τας διευθύνσεις (?) Τα άφθονα και γευστικά νερά αυτά επότιζον και εγονιμοποίουν το έδαφος της πόλεως, η οποία περιεκλείετο από πλουσίαν φυτείαν»
Στη συνέχεια περιγράφει την πείνα των στρατιωτών και την αγωνία, αν τα τρόφιμα και άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη και πωλούνταν στα μαγαζιά της Βέροιας, θα έφταναν για όλους, καθώς «είχαν δε και την ημέραν αυτήν, τοσαύτην πείναν, ώστε πολλοί έπεφταν στο δρόμο εξ αδυναμίας να βαδίσουν. Οι περισσότεροι επρόφθασαν και έκαναν γενναίας προμηθείας, εις τροφάς και ποτά. Ψωμί δε και άλλα τρόφιμα επρομήθευον και τα σπίτια τα χριστιανικά, αλλά και τα εβραϊκά και τα τουρκικά, μη δεχόμενα πληρωμήν».
Συνθέτοντας τις περιγραφές των τεσσάρων αυτοπτών μαρτύρων ( Θόδωρος Πάγκαλος, Στράτος Κτεναβέας, Σπύρος Μελάς και Κωνσταντίνος Λιναρδάτος), αναφέρει ο Γ.Χ. Χιονίδης στην ομιλία του « όταν λοιπόν μπήκε στην πόλη ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, ο ανήσυχος και ζωντανός ίλαρχος Μάνος, που το ίδιο έκαμε και σε άλλες πόλεις, όλος ο λαός τον υποδέχτηκε, ενώ πολλοί Βεροιώτες είχαν βγει προς τις δυτικές εισόδους της πόλεως για να προϋπαντήσουν τους απελευθερωτές. Οι
Έλληνες, βέβαια, παραληρούσαν από χαρά, πετούσαν τα φέσια τους και έκλαιγαν, ψάλλοντας ή αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη»!!, όμως δεν υστερούσαν, με δηλώσεις υποταγής, και οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, ιδιαίτερα οι προύχοντες (μπέηδες) και ο εβραϊκός πληθυσμός, άσχετα ποια ήσαν τα αληθινά συναισθήματά τους, που τα φώλιαζαν κρυφά στις καρδιές τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου